Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Παρθενοπαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑφ' ἡδονῆς ὁ φρόνιμος οὐχ ἁλίσκεται → Sapiens non capitur deliciarum retibus → Der Weise wird nicht von der Lust gefangen gesetzt

Menander, Monostichoi, 518
(5)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Παρθενοπαῖος:''' ὁ ([[παρθένος]]), ο Παρθενικός, [[ήρωας]] ή [[γιος]] της Παρθένου (Αταλάντης), [[ένας]] από τους Επτά επί Θήβας (προφέρεται <i>Παρθεννοπαῖος</i> σε Αισχύλ.).
|lsmtext='''Παρθενοπαῖος:''' ὁ ([[παρθένος]]), ο Παρθενικός, [[ήρωας]] ή [[γιος]] της Παρθένου (Αταλάντης), [[ένας]] από τους Επτά επί Θήβας (προφέρεται <i>Παρθεννοπαῖος</i> σε Αισχύλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''Παρθενοπαῖος:''' ὁ (с ε = η) Партенопей (аркадец, сын Аталанты, брат Адраста, один из «семерых против Фив») Aesch.
}}
}}

Revision as of 12:16, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

Παρθενοπαῖος: ὁ, ὁ Παρθενικὸς ἥρως, ἢ ὁ υἱὸς τῆς Παρθένου (Ἀταλάντης), εἷς τῶν ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας˙ ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 347 τὸ Παρθενοπαῖος ἔχει τὴν συλλαβὴν θε μακρὰν ὡς εἰ ἦν Παρθενοπαῖος, πρβλ. Εὐριπ. Ἱκέτ. 889˙ ἴδε ἀλφεσίβοιος, Ἱππομέδων].

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Parthénopée, fils d’Atalante.

Greek Monotonic

Παρθενοπαῖος: ὁ (παρθένος), ο Παρθενικός, ήρωας ή γιος της Παρθένου (Αταλάντης), ένας από τους Επτά επί Θήβας (προφέρεται Παρθεννοπαῖος σε Αισχύλ.).

Russian (Dvoretsky)

Παρθενοπαῖος: ὁ (с ε = η) Партенопей (аркадец, сын Аталанты, брат Адраста, один из «семерых против Фив») Aesch.