ἁλωεινός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(2)
(1)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁλωεινός:''' -ή, -όν ([[ἅλως]]), αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει το [[αλώνι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἁλωεινός:''' -ή, -όν ([[ἅλως]]), αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει το [[αλώνι]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁλωεινός:''' (ᾰ) используемый для молотьбы (ἵπποι Anth.).
}}
}}

Revision as of 12:32, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 113] zur Tenne, ἅλως, gehörig, ἵπποι, die das Getreide austreten, Secund. 2 (IX, 301).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλωεινός: -ή, -όν, (ἅλως) ἀνήκων ἢ χρησιμεύων εἰς ἁλώνιον, ἵπποι, Ἀνθ. Π. 9. 301.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de grange, propre aux travaux de la grange.
Étymologie: ἅλως.

Greek Monotonic

ἁλωεινός: -ή, -όν (ἅλως), αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει το αλώνι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλωεινός: (ᾰ) используемый для молотьбы (ἵπποι Anth.).