γερροφόροι: Difference between revisions

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γερροφόροι:''' οἱ ([[φέρω]]), [[τάγμα]] στρατού που χρησιμοποιούσε πλεγμένες ασπίδες, σε Ξεν.
|lsmtext='''γερροφόροι:''' οἱ ([[φέρω]]), [[τάγμα]] στρατού που χρησιμοποιούσε πλεγμένες ασπίδες, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''γερροφόροι:''' οἱ вооруженные плетеными щитами Xen.
}}
}}

Revision as of 15:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γερροφόροι Medium diacritics: γερροφόροι Low diacritics: γερροφόροι Capitals: ΓΕΡΡΟΦΟΡΟΙ
Transliteration A: gerrophóroi Transliteration B: gerrophoroi Transliteration C: gerroforoi Beta Code: gerrofo/roi

English (LSJ)

οἱ,

   A troops that used wicker shields, X.An.1.8.9, Pl.La. 191c, Str.7.3.17.

Greek (Liddell-Scott)

γερροφόροι: οἱ, στρατιῶται φέροντες πεπλεγμένας ἀσπίδας, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 9, Πλάτ. Λάχ. 191C.

Spanish (DGE)

-ων, οἱ
soldados armados con escudos de mimbre Pl.La.191c, X.An.1.8.9, Oec.4.5, Str.7.3.17, Lex.Tht.93.

Greek Monolingual

γερροφόροι, οι (Α)
ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες, που κρατούσαν γέρρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέρρον + -φορος < φέρω.

Greek Monotonic

γερροφόροι: οἱ (φέρω), τάγμα στρατού που χρησιμοποιούσε πλεγμένες ασπίδες, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

γερροφόροι: οἱ вооруженные плетеными щитами Xen.