παρεκτέον: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(5) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[παρέχω]], αυτό που πρέπει να προξενήσει [[κάτι]], σε Ξεν. | |lsmtext='''παρεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[παρέχω]], αυτό που πρέπει να προξενήσει [[κάτι]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παρεκτέον, adj. verb. van παρέχω, er moet verschaft worden:. πρόφασις... ὡς οὐ παρεκτέον σοι ἡμῖν γέλωτα een excuus, dat er door jou geen reden tot lachen aan ons gegeven moet worden Xen. Cyr. 2.2.15. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:04, 31 December 2018
English (LSJ)
(παρέχω)
A one must furnish, afford, ἡμῖν γέλωτα X.Cyr. 2.2.15; τινὶ χάριν Andronic.Rhod.p.577 M.; π. ἑαυτὴν ἑπιτηδείαν TheanoEp.5.4, cf. Gal.17(2).355.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ παράσχῃ, νὰ ἐμποιήσῃ τι, γέλωτά τινι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 15.
Greek Monotonic
παρεκτέον: ρημ. επίθ. του παρέχω, αυτό που πρέπει να προξενήσει κάτι, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρεκτέον, adj. verb. van παρέχω, er moet verschaft worden:. πρόφασις... ὡς οὐ παρεκτέον σοι ἡμῖν γέλωτα een excuus, dat er door jou geen reden tot lachen aan ons gegeven moet worden Xen. Cyr. 2.2.15.