ἁγηλατέω: Difference between revisions
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
(2) |
(1) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁγηλᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἄγος]], [[ἐλαύνω]]), [[διώχνω]], [[εκβάλλω]] την [[κατάρα]], διώχνει τη [[συμφορά]], δηλ. έναν καταραμένο ή μιαρό άνθρωπο, Λατ. [[piaculum]] exigere, σε Ηρόδ., Σοφ. | |lsmtext='''ἁγηλᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἄγος]], [[ἐλαύνω]]), [[διώχνω]], [[εκβάλλω]] την [[κατάρα]], διώχνει τη [[συμφορά]], δηλ. έναν καταραμένο ή μιαρό άνθρωπο, Λατ. [[piaculum]] exigere, σε Ηρόδ., Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁγηλᾰτέω:''' ион. ἀγηλᾰτέω изгонять из города (как запятнанного преступлением) (τινα Her., Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:12, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 13] (VLL. φυγαδεύειν, ἐναγεῖς τινὰς ἐλαύνειν), Her. 5, 72 u. Soph. O. R. 403, als einen Fluchbeladenen verbannen (ἅγοσἐλαύνειν u. dah. mit dem spirit. asper zu schreiben).
Greek Monotonic
ἁγηλᾰτέω: μέλ. -ήσω (ἄγος, ἐλαύνω), διώχνω, εκβάλλω την κατάρα, διώχνει τη συμφορά, δηλ. έναν καταραμένο ή μιαρό άνθρωπο, Λατ. piaculum exigere, σε Ηρόδ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἁγηλᾰτέω: ион. ἀγηλᾰτέω изгонять из города (как запятнанного преступлением) (τινα Her., Soph.).