αἰγιαλίτης: Difference between revisions
From LSJ
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
(2) |
(1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰγιᾰλίτης:''' -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, <i>-ιδος</i>, αυτός που συχνάζει στην [[παραλία]], σε Ανθ. | |lsmtext='''αἰγιᾰλίτης:''' -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, <i>-ιδος</i>, αυτός που συχνάζει στην [[παραλία]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰγιᾰλίτης:''' ου (λῑ) adj. m живущий на морском побережье ([[Πάν]], [[Πρίηπος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, fem. αἰγιαλ-ῖτις, ιδος
A, ψῆφοι Str.4.1.7; Πάν AP10.10 (Arch. Jun.); γῆ POxy.918 (ii A. D.)
Greek Monotonic
αἰγιᾰλίτης: -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ιδος, αυτός που συχνάζει στην παραλία, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
αἰγιᾰλίτης: ου (λῑ) adj. m живущий на морском побережье (Πάν, Πρίηπος Anth.).