Ἄϊς: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(2)
(1)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἄϊς:''' απαρχ. ονομ., βλ. [[ᾅδης]].
|lsmtext='''Ἄϊς:''' απαρχ. ονομ., βλ. [[ᾅδης]].
}}
{{elru
|elrutext='''Ἄϊς:''' ὁ (только gen. [[Ἄϊδος]] Hom., Hes.) = Ἃδης.
}}
}}

Revision as of 15:36, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
Ἄϊδος, Ἄϊδι, Ἄϊδα;
c. Ἀΐδης ; εἰν Ἄϊδος (s.e. οἴκῳ) IL dans la demeure d’Hadès ; δόμον Ἄϊδος εἴσω IL ou simpl. Ἄϊδος εἴσω IL en descendant dans la demeure d’Hadès ; Ἄϊδόσδε IL, OD m. sign.
Étymologie: cf. Ἀΐδης.

Greek Monotonic

Ἄϊς: απαρχ. ονομ., βλ. ᾅδης.

Russian (Dvoretsky)

Ἄϊς: ὁ (только gen. Ἄϊδος Hom., Hes.) = Ἃδης.