ἀκλάρωτος: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
(2)
(1)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκλάρωτος:''' Δωρ. αντί [[ἀκλήρωτος]].
|lsmtext='''ἀκλάρωτος:''' Δωρ. αντί [[ἀκλήρωτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκλάρωτος:''' дор. = [[ἀκλήρωτος]].
}}
}}

Revision as of 15:40, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἀκλάρωτος: Δωρ. ἀντὶ ἀκλήρωτος, Πίνδ.

English (Slater)

ᾰκλᾱρωτος
   1 without a share of, c. gen. καί ῥά μιν χώρας ἀκλάρωτον λίπον, ἁγνὸν θεόν pr. (O. 7.59)

Greek Monotonic

ἀκλάρωτος: Δωρ. αντί ἀκλήρωτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀκλάρωτος: дор. = ἀκλήρωτος.