ἀνστήμεναι: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
(3)
(1)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνστήμεναι:''' Επικ. αντί ἀνα-[[στῆναι]], απαρ. αορ. βʹ του [[ἀνίστημι]].
|lsmtext='''ἀνστήμεναι:''' Επικ. αντί ἀνα-[[στῆναι]], απαρ. αορ. βʹ του [[ἀνίστημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνστήμεναι:''' эп. inf. aor. к [[ἀνίστημι]].
}}
}}

Revision as of 16:36, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. de ἀνίστημι.

Greek Monotonic

ἀνστήμεναι: Επικ. αντί ἀνα-στῆναι, απαρ. αορ. βʹ του ἀνίστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνστήμεναι: эп. inf. aor. к ἀνίστημι.