ἀντικατάλλαξις: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντικατάλλαξις]], η (Α)<br />εμπορικό [[κέρδος]].
|mltxt=[[ἀντικατάλλαξις]], η (Α)<br />εμπορικό [[κέρδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντικατάλλαξις:''' εως ἡ прибыль, выгода, польза Diog. L.
}}
}}

Revision as of 16:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντικατάλλαξις Medium diacritics: ἀντικατάλλαξις Low diacritics: αντικατάλλαξις Capitals: ΑΝΤΙΚΑΤΑΛΛΑΞΙΣ
Transliteration A: antikatállaxis Transliteration B: antikatallaxis Transliteration C: antikatallaksis Beta Code: a)ntikata/llacis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A profits of commerce, D.L.7.99, BGU1210.177 (ii A. D., pl.).

German (Pape)

[Seite 252] ἡ. der Gewinn von einer Unternehmung, Diog. L. 7, 99.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικατάλλαξις: -εως, ἡ, τὸ ἐκ τοῦ ἐμπορίου κέρδος, Διογ. Α. 7. 99.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ

• Grafía: graf. αλα- PGnom.90
beneficio, compensación ἐκ τῆς πραγματείας D.L.7.99, cf. PGnom.177 (II d.C.).

Greek Monolingual

ἀντικατάλλαξις, η (Α)
εμπορικό κέρδος.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικατάλλαξις: εως ἡ прибыль, выгода, польза Diog. L.