ἀπρόρρητος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(6)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπρόρρητος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει προλεχθεί.
|mltxt=[[ἀπρόρρητος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει προλεχθεί.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπρόρρητος:''' не предсказанный (Plat. - v. l. к [[ἀπόρρητος]]).
}}
}}

Revision as of 17:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόρρητος Medium diacritics: ἀπρόρρητος Low diacritics: απρόρρητος Capitals: ΑΠΡΟΡΡΗΤΟΣ
Transliteration A: aprórrētos Transliteration B: aprorrētos Transliteration C: aprorritos Beta Code: a)pro/rrhtos

English (LSJ)

ον,

   A not foretold, Pl.Lg. <*>68e, as Ast for ἀπόρρητος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόρρητος: -ον, ὁ μὴ προρρηθείς, Πλάτ. Νόμ. 968Ε, κατὰ τὸν Ast ἀντὶ ἀπόρρητος.

Spanish (DGE)

-ον
que no se puede predecir πάντα τὰ περὶ ταῦτα ἀπρόρρητα μὲν λεχθέντα οὐκ ἄν ὀρθῶς λέγοιτο Pl.Lg.968e.

Greek Monolingual

ἀπρόρρητος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει προλεχθεί.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόρρητος: не предсказанный (Plat. - v. l. к ἀπόρρητος).