βραδύνοια: Difference between revisions
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(7) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[βραδύνοια]]) [[βραδύνους]]<br />διανοητική [[καθυστέρηση]], [[δυσκολία]] στην [[κατανόηση]] ή [[εκμάθηση]]. | |mltxt=η (Α [[βραδύνοια]]) [[βραδύνους]]<br />διανοητική [[καθυστέρηση]], [[δυσκολία]] στην [[κατανόηση]] ή [[εκμάθηση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βρᾰδύνοια:''' ἡ несообразительность, туповатость Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A slowness of understanding, D.L.7.93.
German (Pape)
[Seite 461] ἡ, Stumpfsinn, Ggstz von ἀγχίνοια, D. L. 7, 93.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰδύνοια: ἡ, βραδύτης νοήσεως, Διογ. Λ. 7. 93.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ lentitud de comprensión D.L.7.93.
Greek Monolingual
η (Α βραδύνοια) βραδύνους
διανοητική καθυστέρηση, δυσκολία στην κατανόηση ή εκμάθηση.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰδύνοια: ἡ несообразительность, туповатость Diog. L.