γενειήτης: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
(3)
(1b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γενειήτης:''' -ου, ὁ, Ιων. αντί [[γενειάτης]].
|lsmtext='''γενειήτης:''' -ου, ὁ, Ιων. αντί [[γενειάτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''γενειήτης:''' дор. [[γενειήτας|γενειήτᾱς]], ου adj. m бородатый (Διὸς [[υἱός]] Theocr.; φιλοσοφίας υἱὸς λεγόμενος Luc.; [[τράγος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 18:00, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

γενειήτης: -ου, ὁ, Ἰων. ἀντὶ γενειάτης.

French (Bailly abrégé)

εω (ὁ) :
ion. p. *γενειάτης;
homme ou animal barbu.
Étymologie: γενειάω.

Spanish (DGE)

-ου

• Alolema(s): dór. -ήτας Theoc.17.33
barbado Διὸς υἱόν de Heracles, Theoc.l.c., ἄρτι γ. apenas echada la barba Iul.Or.11.131a
subst. ὁ γ. Pan, Call.Dian.90
c. cierto matiz despect. barbudo del Diálogo personif., Luc.Bis Acc.28, cf. Rh.Pr.23
de ciertos anim.: del salmonete (cf. γενειῆτις), Hsch.γ 239, el macho cabrío, Hsch.γ 239
de un gallo papujado Babr.124.11.

Greek Monotonic

γενειήτης: -ου, ὁ, Ιων. αντί γενειάτης.

Russian (Dvoretsky)

γενειήτης: дор. γενειήτᾱς, ου adj. m бородатый (Διὸς υἱός Theocr.; φιλοσοφίας υἱὸς λεγόμενος Luc.; τράγος Anth.).