διαλελαμμένος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(nl)
(1b)
 
Line 4: Line 4:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=διαλελαμμένος ptc. perf. m. van διαλαμβάνω.
|elnltext=διαλελαμμένος ptc. perf. m. van διαλαμβάνω.
}}
{{elru
|elrutext='''διαλελαμμένος:''' ион., διαλελημμένος атт. part. pf. pass. к [[διαλαμβάνω]].
}}
}}

Latest revision as of 18:32, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. ion. de διαλαμβάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαλελαμμένος ptc. perf. m. van διαλαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

διαλελαμμένος: ион., διαλελημμένος атт. part. pf. pass. к διαλαμβάνω.