δυσαπαλλακτία: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
(9) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[δυσαπαλλαξία]], η (AM [[δυσαπαλλακτία]])<br />η [[δυσκολία]] να απαλλαγεί [[κανείς]] από κάποιον ή [[κάτι]]. | |mltxt=και [[δυσαπαλλαξία]], η (AM [[δυσαπαλλακτία]])<br />η [[δυσκολία]] να απαλλαγεί [[κανείς]] από κάποιον ή [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσαπαλλακτία:''' v. l. [[δυσαπαλλαξία]] ἡ трудность освободиться, невозможность отделиться Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A the quality of being difficult to get rid of, persistency, Pl. Phlb.46c.
German (Pape)
[Seite 676] ἡ, Schwierigkeit von etwas loszukommen, Plat. Phil. 46 c; vgl. -ξία.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
dificultad en ser eliminado, persistencia πικρῷ γλυκὺ μεμειγμένον, μετὰ δυσαπαλλακτίας παρόν, ἀγανάκτησιν ποιεῖ mezclado lo dulce con lo amargo, al ser difícil de eliminar, produce desazón Pl.Phlb.46c.
Greek Monolingual
και δυσαπαλλαξία, η (AM δυσαπαλλακτία)
η δυσκολία να απαλλαγεί κανείς από κάποιον ή κάτι.
Russian (Dvoretsky)
δυσαπαλλακτία: v. l. δυσαπαλλαξία ἡ трудность освободиться, невозможность отделиться Plat.