ἔγεντο: Difference between revisions

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
(4)
(2)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔγεντο:''' Επικ. αντί <i>ἐγένετο</i>, γʹ ενικ. αόρ. βʹ του [[γίγνομαι]].
|lsmtext='''ἔγεντο:''' Επικ. αντί <i>ἐγένετο</i>, γʹ ενικ. αόρ. βʹ του [[γίγνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔγεντο:''' и [[γέντο]] (= ἐγένετο) Hes., Pind., Theocr. 3 л. sing. aor. 2 к [[γίγνομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:16, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἔγεντο: ἴδε τὸ ῥῆγμα γίγνομαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. sync. ao.2 de γίγνομαι.

Spanish (DGE)

v. γίγνομαι.

Greek Monotonic

ἔγεντο: Επικ. αντί ἐγένετο, γʹ ενικ. αόρ. βʹ του γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἔγεντο: и γέντο (= ἐγένετο) Hes., Pind., Theocr. 3 л. sing. aor. 2 к γίγνομαι.