ἐξαπιναῖος: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(12)
(2)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξαπίναιος]], -α, -ον και ἐξαπιναῑος, -α, -ον και ἐξαπίναῑος, -ον (Α) [[εξαπίνης]]<br />[[αιφνίδιος]], [[ξαφνικός]] («ἐξαπιναίαις συμφοραῑς», Δίων Κάσσ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐξαπιναίως</i><br />αιφνίδια, [[ξαφνικά]].
|mltxt=[[ἐξαπίναιος]], -α, -ον και ἐξαπιναῑος, -α, -ον και ἐξαπίναῑος, -ον (Α) [[εξαπίνης]]<br />[[αιφνίδιος]], [[ξαφνικός]] («ἐξαπιναίαις συμφοραῑς», Δίων Κάσσ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐξαπιναίως</i><br />αιφνίδια, [[ξαφνικά]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξᾰπῐναῖος:''' и 2 неожиданный, внезапный ([[ἔφοδος]] Xen., Polyb.).
}}
}}

Revision as of 20:00, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 870] α, ον, auch 2. E., Hippocr., Pol. 26, 6, 1, plötzlich, unvermuthet; πολεμίων ἐφόδους κρυφαίας καὶ ἐξαπιναίας Xen. Hier. 10, 6; Sp. – Adv., Thuc. 1, 117 u. öfter; Xen. u. A.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
soudain, subit.
Étymologie: ἐξαπίνης.

Greek Monolingual

ἐξαπίναιος, -α, -ον και ἐξαπιναῑος, -α, -ον και ἐξαπίναῑος, -ον (Α) εξαπίνης
αιφνίδιος, ξαφνικός («ἐξαπιναίαις συμφοραῑς», Δίων Κάσσ.).
επίρρ...
ἐξαπιναίως
αιφνίδια, ξαφνικά.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰπῐναῖος: и 2 неожиданный, внезапный (ἔφοδος Xen., Polyb.).