ἐπέπυστο: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(4)
(2)
 
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπέπυστο:''' γʹ ενικ. υπερσ. του [[πυνθάνομαι]].
|lsmtext='''ἐπέπυστο:''' γʹ ενικ. υπερσ. του [[πυνθάνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπέπυστο:''' 3 л. sing. ppf. к [[πυνθάνομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 20:20, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. pqp. de πυνθάνομαι.

English (Autenrieth)

see πυνθάνομαι.

Greek Monotonic

ἐπέπυστο: γʹ ενικ. υπερσ. του πυνθάνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπέπυστο: 3 л. sing. ppf. к πυνθάνομαι.