ἐπιπίστωσις: Difference between revisions
From LSJ
(13) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιπίστωσις]], ἡ (Α)<br />δεύτερη [[πίστωση]] που προστίθεται σε προηγούμενη, [[επιβεβαίωση]] της πιστώσεως. | |mltxt=[[ἐπιπίστωσις]], ἡ (Α)<br />δεύτερη [[πίστωση]] που προστίθεται σε προηγούμενη, [[επιβεβαίωση]] της πιστώσεως. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιπίστωσις:''' εως ἡ дополнительное доказательство, подтверждение ([[πίστωσις]] καὶ ἐ. Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A further πίστωσις, in Rhet., Theod.Byz. ap. Pl.Phdr.266e, cf. Herm.in Phdr.p.191A.
German (Pape)
[Seite 969] ἡ, Nebenbeglaubigung, die zur πίστωσις noch hinzukommt, rhetorischer Kunstausdruck des Theodorus von Byzanz, Plat. Phaedr. 266 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπίστωσις: -εως, ἡ, (πιστόω) ἐπιβεβαίωσις τῆς πιστώσεως, ἐν τῇ Ρητορ., πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 266Ε.
Greek Monolingual
ἐπιπίστωσις, ἡ (Α)
δεύτερη πίστωση που προστίθεται σε προηγούμενη, επιβεβαίωση της πιστώσεως.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπίστωσις: εως ἡ дополнительное доказательство, подтверждение (πίστωσις καὶ ἐ. Plat.).