ἐπιπροέηκα: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιπροέηκα:''' Επικ. αντί -[[προῆκα]], αόρ. αʹ του <i>ἐπιπροΐημι</i>. | |lsmtext='''ἐπιπροέηκα:''' Επικ. αντί -[[προῆκα]], αόρ. αʹ του <i>ἐπιπροΐημι</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιπροέηκα:''' pf. к [[ἐπιπροΐημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ἐπιπρο-έμεν,
A v. ἐπιπροΐημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπροέηκα: ἐπιπροέμεν, ἴδε τὸ ῥῆμα ἐπιπροΐημι.
Greek Monotonic
ἐπιπροέηκα: Επικ. αντί -προῆκα, αόρ. αʹ του ἐπιπροΐημι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπροέηκα: pf. к ἐπιπροΐημι.