ἑρμογλυφία: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
(14) |
(2) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑρμογλυφία]], ἡ (Α) [[ερμογλύφος]]<br />η [[τέχνη]] του ερμογλύφου, η [[γλυπτική]]. | |mltxt=[[ἑρμογλυφία]], ἡ (Α) [[ερμογλύφος]]<br />η [[τέχνη]] του ερμογλύφου, η [[γλυπτική]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑρμογλῠφία:''' ἡ портретная скульптура (Plut. - v. l. [[Ἑρμογλύφαι]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:48, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1033] ἡ, Plut. gen. socr. 10 διὰ τῶν ἑρμογλυφιῶν, wo ἑρμογλυφέων zu lesen, durch die Bildhauerstraße.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
l’art de la statuaire.
Étymologie: ἑρμογλύφος.
Greek Monolingual
ἑρμογλυφία, ἡ (Α) ερμογλύφος
η τέχνη του ερμογλύφου, η γλυπτική.
Russian (Dvoretsky)
ἑρμογλῠφία: ἡ портретная скульптура (Plut. - v. l. Ἑρμογλύφαι).