ἱπποκενταύρειος: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
(18) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱπποκενταύρειος]], -α, -ον (Α) [[ιπποκένταυρος]]<br />αυτός που ανήκει στον ιπποκένταυρο. | |mltxt=[[ἱπποκενταύρειος]], -α, -ον (Α) [[ιπποκένταυρος]]<br />αυτός που ανήκει στον ιπποκένταυρο. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱπποκενταύρειος:''' гиппокентаврский (πράγματα Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:12, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A of a centaur, S.E.M.9.125.
German (Pape)
[Seite 1260] die folgdn betreffend, πράγματα Sext. Emp. adv. phys. 1, 125.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποκενταύρειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς κένταυρον, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 125.
Greek Monolingual
ἱπποκενταύρειος, -α, -ον (Α) ιπποκένταυρος
αυτός που ανήκει στον ιπποκένταυρο.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποκενταύρειος: гиппокентаврский (πράγματα Sext.).