κατιδεῖν: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(5) |
(2b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατιδεῖν:''' απαρ. αορ. βʹ του [[κατεῖδον]]· Μέσ., απαρ. αορ. βʹ <i>κατιδέσθαι</i>. | |lsmtext='''κατιδεῖν:''' απαρ. αορ. βʹ του [[κατεῖδον]]· Μέσ., απαρ. αορ. βʹ <i>κατιδέσθαι</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατῐδεῖν:''' inf. к [[κατεῖδον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1401] aor. II. zu καθοράω.
Greek (Liddell-Scott)
κατιδεῖν: ἀόρ. β΄ τοῦ καθοράω.
Greek Monotonic
κατιδεῖν: απαρ. αορ. βʹ του κατεῖδον· Μέσ., απαρ. αορ. βʹ κατιδέσθαι.
Russian (Dvoretsky)
κατῐδεῖν: inf. к κατεῖδον.