κατιλλαντής: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
(6_14)
(2b)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατιλλαντής''': ὁ, «κατιλλανταί, ὡραϊσταί, ἁβρυνταὶ» Σουΐδ.
|lstext='''κατιλλαντής''': ὁ, «κατιλλανταί, ὡραϊσταί, ἁβρυνταὶ» Σουΐδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατιλλαντής:''' косящий (sc. ὄμματα Arst. - v. l. [[κατιλλαντωρία]]).
}}
}}

Revision as of 22:48, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1402] ὁ, der Spötter; das Wort κατιλλαντιωρία bei Arist. Phvsiogn. 6 p. 813, 21 scheint aus κατιλλανταί verderbt.

Greek (Liddell-Scott)

κατιλλαντής: ὁ, «κατιλλανταί, ὡραϊσταί, ἁβρυνταὶ» Σουΐδ.

Russian (Dvoretsky)

κατιλλαντής: косящий (sc. ὄμματα Arst. - v. l. κατιλλαντωρία).