κρυσταλλοπήξ: Difference between revisions
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
(5) |
(3) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρυσταλλοπήξ:''' -ῆγος, ὁ, ἡ, = το προηγ., σε Αισχύλ. | |lsmtext='''κρυσταλλοπήξ:''' -ῆγος, ὁ, ἡ, = το προηγ., σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρυσταλλοπήξ:''' ῆγος adj. оледеневший, замерзший ([[πόρος]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
πῆγος (ὁ, ἡ)
congelé, glacé.
Étymologie: κρύσταλλος, πήγνυμι.
Greek Monolingual
κρυσταλλοπήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)
βλ. κρυσταλλόπηκτος.
Greek Monotonic
κρυσταλλοπήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ, = το προηγ., σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κρυσταλλοπήξ: ῆγος adj. оледеневший, замерзший (πόρος Aesch.).