κρυσταλλοπήξ: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
(5)
(3)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρυσταλλοπήξ:''' -ῆγος, ὁ, ἡ, = το προηγ., σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κρυσταλλοπήξ:''' -ῆγος, ὁ, ἡ, = το προηγ., σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κρυσταλλοπήξ:''' ῆγος adj. оледеневший, замерзший ([[πόρος]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 23:16, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

πῆγος (ὁ, ἡ)
congelé, glacé.
Étymologie: κρύσταλλος, πήγνυμι.

Greek Monolingual

κρυσταλλοπήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)
βλ. κρυσταλλόπηκτος.

Greek Monotonic

κρυσταλλοπήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ, = το προηγ., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κρυσταλλοπήξ: ῆγος adj. оледеневший, замерзший (πόρος Aesch.).