κρύφω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρύφω:''' [ῠ], μεταγεν. [[τύπος]] του [[κρύπτω]], σε Ανθ.
|lsmtext='''κρύφω:''' [ῠ], μεταγεν. [[τύπος]] του [[κρύπτω]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κρύφω:''' (ῠ) (только praes. и impf.) Anth. = [[κρύπτω]].
}}
}}

Revision as of 23:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῠφω Medium diacritics: κρύφω Low diacritics: κρύφω Capitals: ΚΡΥΦΩ
Transliteration A: krýphō Transliteration B: kryphō Transliteration C: kryfo Beta Code: kru/fw

English (LSJ)

late form of κρύπτω, only impf., Q.S.1.393, AP7.700 (Diod.), Nonn.D.7.45, al.

Greek (Liddell-Scott)

κρύφω: ῠ, μεταγν. τύπος τοῦ κρύπτω, ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ παρατ., Κόϊντ. Σμ. 1. 393, Ἀνθ. Π. 7. 700, Νόνν.· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 318.

Greek Monolingual

κρύφω (Α)
βλ. κρύβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κρύπτω < θ. κρυφ- (πρβλ. παρακμ. κέ-κρυφ-α)].

Greek Monotonic

κρύφω: [ῠ], μεταγεν. τύπος του κρύπτω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κρύφω: (ῠ) (только praes. и impf.) Anth. = κρύπτω.