κυρτευτής: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κυρτευτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ψαρεύει με την [[κύρτη]], σε Ανθ. | |lsmtext='''κυρτευτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ψαρεύει με την [[κύρτη]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κυρτευτής:''' οῦ ὁ рыбак с вершей Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:24, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1537] ὁ, = Vorigem, Qu. Maec. 5 (VI, 230).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
pêcheur à la nasse.
Étymologie: κύρτη.
Greek Monolingual
κυρτευτής, ὁ (Α)
κυρτεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτεύω ή, αναλογικά, κατά το ἁλιευτής.
Greek Monotonic
κυρτευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που ψαρεύει με την κύρτη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κυρτευτής: οῦ ὁ рыбак с вершей Anth.