λάχεσις: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
(22)
(3)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>ζωολ.</b><br /><b>1.</b> γαστερόποδο [[μαλάκιο]] σύνηθες στις ευρωπαϊκές θάλασσες<br /><b>2.</b> [[γένος]] δηλητηριωδών φιδιών της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής που ανήκει στην [[οικογένεια]] viperidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>lachesis</i> <span style="color: red;"><</span> [[Λάχεσις]], όν. μιας από τις Μοίρες].
|mltxt=η<br /><b>ζωολ.</b><br /><b>1.</b> γαστερόποδο [[μαλάκιο]] σύνηθες στις ευρωπαϊκές θάλασσες<br /><b>2.</b> [[γένος]] δηλητηριωδών φιδιών της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής που ανήκει στην [[οικογένεια]] viperidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>lachesis</i> <span style="color: red;"><</span> [[Λάχεσις]], όν. μιας από τις Μοίρες].
}}
{{elru
|elrutext='''λάχεσις:''' ιος ἡ [[λαγχάνω]] судьба, рок Her.
}}
}}

Revision as of 23:28, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ιος (ἡ) :
sort, destinée.
Étymologie: λαγχάνω.

Greek Monolingual

η
ζωολ.
1. γαστερόποδο μαλάκιο σύνηθες στις ευρωπαϊκές θάλασσες
2. γένος δηλητηριωδών φιδιών της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής που ανήκει στην οικογένεια viperidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lachesis < Λάχεσις, όν. μιας από τις Μοίρες].

Russian (Dvoretsky)

λάχεσις: ιος ἡ λαγχάνω судьба, рок Her.