λεπτόφυλλος: Difference between revisions
From LSJ
(23) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[λεπτόφυλλος]], -ον)<br />αυτός που έχει λεπτά φύλλα. | |mltxt=-η, -ο (Α [[λεπτόφυλλος]], -ον)<br />αυτός που έχει λεπτά φύλλα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λεπτόφυλλος:''' тонколистный Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with thin leaves, Thphr.HP9.11.4, Sor.2.16, Anon.Vat.16, Alex.Aphr.in Top. 118.30: Comp., Thphr.HP3.9.5, 6.2.6.
German (Pape)
[Seite 31] feinblättrig, δάφνη, Arist. probl. 1, 58; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόφυλλος: -ον, ἔχων λεπτὰ φύλλα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 5.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λεπτόφυλλος, -ον)
αυτός που έχει λεπτά φύλλα.
Russian (Dvoretsky)
λεπτόφυλλος: тонколистный Arst.