λυκιουργής: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(23)
(3)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυκιουργής]], -ές (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λυκιοεργής]].
|mltxt=[[λυκιουργής]], -ές (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λυκιοεργής]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῠκιουργής:''' стяж. = [[λυκιοεργής]].
}}
}}

Revision as of 23:36, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

c. λυκιοεργής.

Greek Monolingual

λυκιουργής, -ές (Α)
βλ. λυκιοεργής.

Russian (Dvoretsky)

λῠκιουργής: стяж. = λυκιοεργής.