λῷστος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468
(5)
(3)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῷστος:''' -η, -ον, υπερθ. επίθ., βλ. λωΐων.
|lsmtext='''λῷστος:''' -η, -ον, υπερθ. επίθ., βλ. λωΐων.
}}
{{elru
|elrutext='''λῷστος:''' superl. к [[λωΐων]] (стяж. [[λῴων]]).
}}
}}

Revision as of 23:40, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 76] att. = λώϊστος, superl. zu λωΐων, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

λῷστος: -η, -ον, ἴδε ἐν λ. λωίων.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
v. *λῶϊς.

Greek Monolingual

λῷστος, -η, -ον (Α)
1. πάρα πολύ επιθυμητός
2. πάρα πολύ καλός («ᾦ λῷστε πῶλε», Πλάτ.).

Greek Monotonic

λῷστος: -η, -ον, υπερθ. επίθ., βλ. λωΐων.

Russian (Dvoretsky)

λῷστος: superl. к λωΐων (стяж. λῴων).