λεπτακινός: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λεπτᾰκῐνός:''' -ή, -όν, ποιητ. αντί [[λεπταλέος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''λεπτᾰκῐνός:''' -ή, -όν, ποιητ. αντί [[λεπταλέος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λεπτᾰκῐνός:''' Anth. = [[λεπταλέος]].
}}
}}

Revision as of 23:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτᾰκῐνός Medium diacritics: λεπτακινός Low diacritics: λεπτακινός Capitals: ΛΕΠΤΑΚΙΝΟΣ
Transliteration A: leptakinós Transliteration B: leptakinos Transliteration C: leptakinos Beta Code: leptakino/s

English (LSJ)

ή, όν, poet. for sq., AP11.102 (Ammian. or Nicarch.).

German (Pape)

[Seite 30] poet. = Folgdm, nach B. A. 49 ἀκριβὲς καὶ ἐπὶ λεπτὸν πεφροντισμένον. – Von Menschen, winzig, klein, Ammian. 17 (XI, 102).

Greek (Liddell-Scott)

λεπτᾰκῐνός: -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 11. 102.

Greek Monolingual

λεπτακινός, -ή, -όν (Α)
(ποιητ. τ.) λεπταλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λέπταξ, κατά το φυζακ-ινός].

Greek Monotonic

λεπτᾰκῐνός: -ή, -όν, ποιητ. αντί λεπταλέος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λεπτᾰκῐνός: Anth. = λεπταλέος.