λόγχιμος: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λόγχῐμος:''' -ον ([[λόγχη]]), αυτός που ανήκει σε [[λόγχη]], κλόνοι [[λόγχιμοι]], [[κρότος]] από [[σύγκρουση]] δοράτων [[μεταξύ]] τους, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''λόγχῐμος:''' -ον ([[λόγχη]]), αυτός που ανήκει σε [[λόγχη]], κλόνοι [[λόγχιμοι]], [[κρότος]] από [[σύγκρουση]] δοράτων [[μεταξύ]] τους, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''λόγχῐμος:''' копейный, копьеносный: κλόνοι λογχιμοι Aesch. битвы копьеносцев.
}}
}}

Revision as of 23:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λόγχῐμος Medium diacritics: λόγχιμος Low diacritics: λόγχιμος Capitals: ΛΟΓΧΙΜΟΣ
Transliteration A: lónchimos Transliteration B: lonchimos Transliteration C: logchimos Beta Code: lo/gximos

English (LSJ)

ον,

   A of a spear, κλόνοι λ. the clash of spears, A.Ag.404 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

λόγχῐμος: -ον, ἀνήκων εἰς λόγχην, κλόνοι λ., ἡ κλαγγή, ὁ κρότος τῶν λογχῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 405.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de lance.
Étymologie: λόγχη.

Greek Monolingual

λόγχιμος,-ον (Α) λόγχη
αυτός που ανήκει σε λόγχη ή προέρχεται από λόγχη («κλόνους λογχίμους» — κρότους που προέρχονται από λόγχες, Αισχύλ.).

Greek Monotonic

λόγχῐμος: -ον (λόγχη), αυτός που ανήκει σε λόγχη, κλόνοι λόγχιμοι, κρότος από σύγκρουση δοράτων μεταξύ τους, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λόγχῐμος: копейный, копьеносный: κλόνοι λογχιμοι Aesch. битвы копьеносцев.