μεμαλώς: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
(5)
 
(3)
 
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεμᾱλώς:''' Δωρ. αντί [[μεμηλώς]], μτχ. παρακ. του [[μέλω]].
|lsmtext='''μεμᾱλώς:''' Δωρ. αντί [[μεμηλώς]], μτχ. παρακ. του [[μέλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεμᾱλώς:''' дор. (= [[μεμηλώς]]) part. pf. к [[μέλω]].
}}
}}

Latest revision as of 23:52, 31 December 2018

Greek Monotonic

μεμᾱλώς: Δωρ. αντί μεμηλώς, μτχ. παρακ. του μέλω.

Russian (Dvoretsky)

μεμᾱλώς: дор. (= μεμηλώς) part. pf. к μέλω.