μαλακόσαρκος: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(24) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μαλακόσαρκος]], -ον)<br />αυτός που έχει μαλακή [[σάρκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[σάρκα]]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[μαλακόσαρκος]], -ον)<br />αυτός που έχει μαλακή [[σάρκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[σάρκα]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μᾰλᾰκόσαρκος:''' имеющий мягкое мясо (ἰχθύες καὶ ὄρνιθες Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with soft flesh, ζῷα Arist.HA486b9; οἱ μ. Id.de An.421a26, cf. Diocl.Fr.135 (Comp.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκόσαρκος: -ον, μαλακὴν ἔχων σάρκα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. 1. 1, 7, Διοκλῆς παρ’ Ἀθην. 305Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μαλακόσαρκος, -ον)
αυτός που έχει μαλακή σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + σάρκα].
Russian (Dvoretsky)
μᾰλᾰκόσαρκος: имеющий мягкое мясо (ἰχθύες καὶ ὄρνιθες Arst.).