μητίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth

Source
(25)
(3)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μητίζομαι]] (Α)<br />(δ. γρφ.) [[μητίομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[μητίομαι]].
|mltxt=[[μητίζομαι]] (Α)<br />(δ. γρφ.) [[μητίομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[μητίομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μητίζομαι:''' изобретать, создавать ([[πρώτιστον]] μὲν Ἔρωτα [[θεῶν]] μητίσατο πάντων [[Parmenides]] ap. Plut.).
}}
}}

Revision as of 00:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητίζομαι Medium diacritics: μητίζομαι Low diacritics: μητίζομαι Capitals: ΜΗΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: mētízomai Transliteration B: mētizomai Transliteration C: mitizomai Beta Code: mhti/zomai

English (LSJ)

   A v. μητίομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μητίζομαι: ἴδε μητίομαι.

Greek Monolingual

μητίζομαι (Α)
(δ. γρφ.) μητίομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μητίομαι.

Russian (Dvoretsky)

μητίζομαι: изобретать, создавать (πρώτιστον μὲν Ἔρωτα θεῶν μητίσατο πάντων Parmenides ap. Plut.).