μώομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ χερσαῖον εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὶ νομοὺς διεξερπύσει → the land animal will crawl away to its own haunts and pastures

Source
(5)
(3)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μώομαι:''' Επικ. εκτεταμ. [[τύπος]] του [[μάομαι]].
|lsmtext='''μώομαι:''' Επικ. εκτεταμ. [[τύπος]] του [[μάομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μώομαι:''' (только 2 л. sing. imper. praes. μώεο) Xen. = [[μῶμαι]].
}}
}}

Revision as of 00:36, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 226] ep. gedehnte Form für μῶμαι, μάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μώομαι: Ἐπ. ἐκτεταμένος τύπος τοῦ μάομαι.

French (Bailly abrégé)

seul. impér. prés. 2ᵉ sg. μώεο;
c. μῶμαι.

Greek Monotonic

μώομαι: Επικ. εκτεταμ. τύπος του μάομαι.

Russian (Dvoretsky)

μώομαι: (только 2 л. sing. imper. praes. μώεο) Xen. = μῶμαι.