ὀκτάκνημος: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀκτάκνημος:''' -ον ([[κνήμη]]), αυτός που έχει [[οκτώ]] κνήμες, λέγεται για τροχούς, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ὀκτάκνημος:''' -ον ([[κνήμη]]), αυτός που έχει [[οκτώ]] κνήμες, λέγεται για τροχούς, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀκτάκνημος:''' имеющий восемь спиц ([[κύκλα]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, (κνήμη II)
A eight-spoked, κύκλα Il.5.723.
German (Pape)
[Seite 317] achtspeichig, κύκλα, Il. 5, 723.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάκνημος: -ον, (κνήμη ΙΙ) ἐπὶ τροχοῦ, ὁ ἔχων ὀκτὼ κνήμας, κύκλα Ἰλ. Ε. 723· «ὀκτάκνημα, ὀκτάραβδα, ὀκτακέρκιδα· κνῆμαι γὰρ εἰσιν αἱ ἐντὸς τῶν τροχῶν ῥάβδοι ἐμπεπηγμέναι πρὸς τῇ χοίνικι» Ἐτυμ. Μέγ. 621, 16.
English (Autenrieth)
(κρήμη): eight-spoked, of wheels, Il. 5.723†. (See cut, from a painting on a Panathenaic amphora found at Volsci.)
Greek Monolingual
ὀκτάκνημος, -ον (Α)
(για τροχό) αυτός που έχει οκτώ ακτίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -κνημος (< κνήμη), πρβλ. τετρά-κνημος].
Greek Monotonic
ὀκτάκνημος: -ον (κνήμη), αυτός που έχει οκτώ κνήμες, λέγεται για τροχούς, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὀκτάκνημος: имеющий восемь спиц (κύκλα Hom.).