ὁρμιατόνος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source
(29)
(3b)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁρμιατόνος]], ὁ (Α)<br />αυτός που χρησιμοποιεί την [[ορμιά]], ο [[ψαράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁρμιά]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τείνω]])].
|mltxt=[[ὁρμιατόνος]], ὁ (Α)<br />αυτός που χρησιμοποιεί την [[ορμιά]], ο [[ψαράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁρμιά]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τείνω]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁρμιᾱτόνος:''' ὁ рыболов Eur.
}}
}}

Revision as of 01:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρμῐᾱτόνος Medium diacritics: ὁρμιατόνος Low diacritics: ορμιατόνος Capitals: ΟΡΜΙΑΤΟΝΟΣ
Transliteration A: hormiatónos Transliteration B: hormiatonos Transliteration C: ormiatonos Beta Code: o(rmiato/nos

English (LSJ)

ὁ, (ὁρμιά, τείνω)

   A fisherman, E.Hel.1615.

Greek Monolingual

ὁρμιατόνος, ὁ (Α)
αυτός που χρησιμοποιεί την ορμιά, ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμιά + -τόνος (< τείνω)].

Russian (Dvoretsky)

ὁρμιᾱτόνος: ὁ рыболов Eur.