ὀστρακόχροος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(5) |
(3b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀστρᾰκόχροος:''' -ον ([[χρόα]]), με μεταπλ. αιτ. <i>ὀστρακόχροα</i>, αυτός που έχει τραχιά [[επιδερμίδα]] ή σκληρό [[κέλυφος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ὀστρᾰκόχροος:''' -ον ([[χρόα]]), με μεταπλ. αιτ. <i>ὀστρακόχροα</i>, αυτός που έχει τραχιά [[επιδερμίδα]] ή σκληρό [[κέλυφος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀστρᾰκόχροος:''' стяж. ὀστρᾰκό-χρους 2 (acc. ὀστρακόχροα) твердокожий, покрытый скорлупой ([[πάγουρος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 400] zsgzgn -χρους, mit harter Haut od. Schaale, – auch im acc. ὀστρακόχροα, vom Krebs, Flacc. 4 (VI, 196).
Greek (Liddell-Scott)
ὀστρᾰκόχροος: -ον, καὶ αἰτ. κατὰ μεταπλ. ὀστρακόχροα, ὁ ἔχων σκληρὸν δέρμα, Ἀνθ. Π. 9. 196· ― πρβλ. μαλάκια, τά.
Greek Monotonic
ὀστρᾰκόχροος: -ον (χρόα), με μεταπλ. αιτ. ὀστρακόχροα, αυτός που έχει τραχιά επιδερμίδα ή σκληρό κέλυφος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὀστρᾰκόχροος: стяж. ὀστρᾰκό-χρους 2 (acc. ὀστρακόχροα) твердокожий, покрытый скорлупой (πάγουρος Anth.).