ὀστρακόχροος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(5)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀστρᾰκόχροος:''' -ον ([[χρόα]]), με μεταπλ. αιτ. <i>ὀστρακόχροα</i>, αυτός που έχει τραχιά [[επιδερμίδα]] ή σκληρό [[κέλυφος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ὀστρᾰκόχροος:''' -ον ([[χρόα]]), με μεταπλ. αιτ. <i>ὀστρακόχροα</i>, αυτός που έχει τραχιά [[επιδερμίδα]] ή σκληρό [[κέλυφος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀστρᾰκόχροος:''' стяж. ὀστρᾰκό-χρους 2 (acc. ὀστρακόχροα) твердокожий, покрытый скорлупой ([[πάγουρος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 01:08, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 400] zsgzgn -χρους, mit harter Haut od. Schaale, – auch im acc. ὀστρακόχροα, vom Krebs, Flacc. 4 (VI, 196).

Greek (Liddell-Scott)

ὀστρᾰκόχροος: -ον, καὶ αἰτ. κατὰ μεταπλ. ὀστρακόχροα, ὁ ἔχων σκληρὸν δέρμα, Ἀνθ. Π. 9. 196· ― πρβλ. μαλάκια, τά.

Greek Monotonic

ὀστρᾰκόχροος: -ον (χρόα), με μεταπλ. αιτ. ὀστρακόχροα, αυτός που έχει τραχιά επιδερμίδα ή σκληρό κέλυφος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὀστρᾰκόχροος: стяж. ὀστρᾰκό-χρους 2 (acc. ὀστρακόχροα) твердокожий, покрытый скорлупой (πάγουρος Anth.).