ὀσφρόμενος: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(5)
(3b)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀσφρόμενος:''' μτχ. αορ. βʹ του [[ὀσφραίνομαι]].
|lsmtext='''ὀσφρόμενος:''' μτχ. αορ. βʹ του [[ὀσφραίνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀσφρόμενος:''' part. к [[ὀσφραίνομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 01:16, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 Moy. de ὀσφραίνω.

Greek Monotonic

ὀσφρόμενος: μτχ. αορ. βʹ του ὀσφραίνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὀσφρόμενος: part. к ὀσφραίνομαι.