πολυδημώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(33) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες, Α [[πολύδημος]]<br /><b>1.</b> [[πολύδημος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυδημῶδες</i><br />[[πλήθος]] ανθρώπων («ἐξέκλινε δὲ τὸ πολυδημῶδες», Διογ.). | |mltxt=-ες, Α [[πολύδημος]]<br /><b>1.</b> [[πολύδημος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυδημῶδες</i><br />[[πλήθος]] ανθρώπων («ἐξέκλινε δὲ τὸ πολυδημῶδες», Διογ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυδημώδης:''' весьма густо населенный, многолюдный Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ες, = foreg., D.L.7.14.
German (Pape)
[Seite 661] ες, = πολύδημος, D. L. 7, 14.
Greek (Liddell-Scott)
πολυδημώδης: -ες, (εἶδος) = τῷ προηγ., Διογ. Λ. 7. 14.
Greek Monolingual
-ες, Α πολύδημος
1. πολύδημος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυδημῶδες
πλήθος ανθρώπων («ἐξέκλινε δὲ τὸ πολυδημῶδες», Διογ.).
Russian (Dvoretsky)
πολυδημώδης: весьма густо населенный, многолюдный Diog. L.