προσαγώγιον: Difference between revisions
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
(6_21) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσᾰγώγιον''': τό, «τὸ τῶν τεκτόνων [[ὄργανον]], ὃ προσάγοντες εὐθύνουσι τὰ στρεβλὰ ξύλα» (Σουΐδ., Φώτ.), Πλάτ. Φίληβ. 56C, [[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.˙ περὶ τῆς γραφῆς προσαγωγ(ε)ῖον ἴδε Herwerden ἐν λ. | |lstext='''προσᾰγώγιον''': τό, «τὸ τῶν τεκτόνων [[ὄργανον]], ὃ προσάγοντες εὐθύνουσι τὰ στρεβλὰ ξύλα» (Σουΐδ., Φώτ.), Πλάτ. Φίληβ. 56C, [[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.˙ περὶ τῆς γραφῆς προσαγωγ(ε)ῖον ἴδε Herwerden ἐν λ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσᾰγώγιον:''' τό тиски, захват (инструмент для выпрямления искривившегося дерева) Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:52, 1 January 2019
English (LSJ)
A v. προσαγωγεῖον.
German (Pape)
[Seite 747] τό, ein Werkzeug der Zimmerleute, krummes Holz grade zu machen, Klammer, Schraube, Plat. Phil. 56 c; vgl. VLL. (προαγώγιον f. L.)
Greek (Liddell-Scott)
προσᾰγώγιον: τό, «τὸ τῶν τεκτόνων ὄργανον, ὃ προσάγοντες εὐθύνουσι τὰ στρεβλὰ ξύλα» (Σουΐδ., Φώτ.), Πλάτ. Φίληβ. 56C, ἔνθα ἴδε Σχόλ.˙ περὶ τῆς γραφῆς προσαγωγ(ε)ῖον ἴδε Herwerden ἐν λ.
Russian (Dvoretsky)
προσᾰγώγιον: τό тиски, захват (инструмент для выпрямления искривившегося дерева) Plat.