Πρασσαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(6)
(4)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Πρασσαῖος:''' ὁ, ποιητ. αντί <i>πρασαῖος</i> (= [[πράσινος]]), [[πράσινος]], όπως το [[πράσο]], όνομα βατράχου, σε Βατραχομ.
|lsmtext='''Πρασσαῖος:''' ὁ, ποιητ. αντί <i>πρασαῖος</i> (= [[πράσινος]]), [[πράσινος]], όπως το [[πράσο]], όνομα βατράχου, σε Βατραχομ.
}}
{{elru
|elrutext='''Πρασσαῖος:''' ὁ Прассей, «Зеленый как порей» (имя лягушки) Batr.
}}
}}

Revision as of 03:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πρασσαῖος Medium diacritics: Πρασσαῖος Low diacritics: Πρασσαίος Capitals: ΠΡΑΣΣΑΙΟΣ
Transliteration A: Prassaîos Transliteration B: Prassaios Transliteration C: Prassaios Beta Code: *prassai=os

English (LSJ)

ὁ, mock-Ep. for Πρασαῖος(

   A = πράσινος), Leek-green, name of a frog, Batr. 252:—so Πρασσο-φάγος [φᾰ], ὁ, Leek-eater, v. l. ib. 232.

Greek (Liddell-Scott)

Πρασσαῖος: ὁ, ποιητ. ἀντὶ πρασαῖος (= πράσινος) ὁ ὡς τὸ πράσον πράσινος ὄνομα βατράχου ἐν τῇ Βατραχομ. 255· ― οὕτω Πρᾰσσο-φάγος, ον, ὁ τρώγων πράσα, αὐτόθι 229.

Greek Monotonic

Πρασσαῖος: ὁ, ποιητ. αντί πρασαῖος (= πράσινος), πράσινος, όπως το πράσο, όνομα βατράχου, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

Πρασσαῖος: ὁ Прассей, «Зеленый как порей» (имя лягушки) Batr.