ῥήϊστος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
(6)
(4)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥήϊστος:''' ῥηΐτατος, ῥηΐτερος, βλ. [[ῥᾴδιος]].
|lsmtext='''ῥήϊστος:''' ῥηΐτατος, ῥηΐτερος, βλ. [[ῥᾴδιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥήϊστος:''' эп. superl. к [[ῥᾴδιος]].
}}
}}

Revision as of 03:24, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 840] u. ῥηΐτατος, ion. u. ep. superl. zu ῥᾴδιος, = ῥᾷστος, u. ῥηΐτερος, ep. compar. zu ῥᾴδιος, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

Sp. ion. de ῥᾴδιος.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ράϊστος, -ΐστη, -ον, και επικ. και ιων. τ. ρηΐτατος, -άτη, -ον, Α
(επικ. και ιων. τ.) (υπερθ. τ.) βλ. ῥᾱστος.

Greek Monotonic

ῥήϊστος: ῥηΐτατος, ῥηΐτερος, βλ. ῥᾴδιος.

Russian (Dvoretsky)

ῥήϊστος: эп. superl. к ῥᾴδιος.