Σάμιος: Difference between revisions
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
(36) |
(4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[Σάμιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ [[Σάμος]]<br /><b>1.</b> ο [[κάτοικος]] της Σάμου ή αυτός που προέρχεται από την Σάμο<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Σάμο, [[σαμιακός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Σαμία</i><br />(ενν. <i>γῆ</i>) η [[νήσος]] [[Σάμος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[Σάμιος]]<br />[[προσωνυμία]] του Ποσειδώνος σε [[πόλη]] της Τριφιλίας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[Σάμιος]] [[ἀστήρ]]» — [[είδος]] αργίλου με θεραπευτικές ιδιότητες. | |mltxt=-α, -ο / [[Σάμιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ [[Σάμος]]<br /><b>1.</b> ο [[κάτοικος]] της Σάμου ή αυτός που προέρχεται από την Σάμο<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Σάμο, [[σαμιακός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Σαμία</i><br />(ενν. <i>γῆ</i>) η [[νήσος]] [[Σάμος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[Σάμιος]]<br />[[προσωνυμία]] του Ποσειδώνος σε [[πόλη]] της Τριφιλίας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[Σάμιος]] [[ἀστήρ]]» — [[είδος]] αργίλου με θεραπευτικές ιδιότητες. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Σάμιος:''' (ᾰ) самосский Her., Thuc., Xen.<br /><b class="num">II</b> ὁ уроженец или житель Самоса Her. etc.<br /><b class="num">III</b> ὁ Самий (спартанский наварх) Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:28, 1 January 2019
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Samos ; ὁ Σάμιος habitant de Samos, Samien ; ἡ Σαμία (γῆ) territoire de Samos.
Étymologie: Σάμος.
Greek Monolingual
-α, -ο / Σάμιος, -ία, -ον, ΝΜΑ Σάμος
1. ο κάτοικος της Σάμου ή αυτός που προέρχεται από την Σάμο
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Σάμο, σαμιακός
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ Σαμία
(ενν. γῆ) η νήσος Σάμος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Σάμιος
προσωνυμία του Ποσειδώνος σε πόλη της Τριφιλίας
3. φρ. «Σάμιος ἀστήρ» — είδος αργίλου με θεραπευτικές ιδιότητες.
Russian (Dvoretsky)
Σάμιος: (ᾰ) самосский Her., Thuc., Xen.
II ὁ уроженец или житель Самоса Her. etc.
III ὁ Самий (спартанский наварх) Xen.