σκηπτοβάμων: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
(37)
(4)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όβαμον, Α<br /> <b>βλ.</b> [[σκηπτροβάμων]].
|mltxt=-όβαμον, Α<br /> <b>βλ.</b> [[σκηπτροβάμων]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκηπτοβάμων:''' 2, gen. ονος (ᾱ) сидящий на скиптре (Зевса) (ὁ [[αἰετός]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 03:40, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

σκηπτοβάμων: [ᾱ], -ον, γεν. -ονος, ὁ ἐπὶ τοῦ σκήπτρου καθήμενος, ὁ σκ. ἀετός, κύων Διὸς Σοφ. Ἀποσπ. 766, πρβλ. Πινδ. Π. 1. 10.

Greek Monolingual

-όβαμον, Α
βλ. σκηπτροβάμων.

Russian (Dvoretsky)

σκηπτοβάμων: 2, gen. ονος (ᾱ) сидящий на скиптре (Зевса) (ὁ αἰετός Soph.).