στείομεν: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(6)
(4)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στείομεν:''' Επικ. αντί <i>στῶμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του [[ἵστημι]].
|lsmtext='''στείομεν:''' Επικ. αντί <i>στῶμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του [[ἵστημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''στείομεν:''' эп. (= στῶμεν) 1 л. pl. aor. 2 conjct. к [[ἵστημι]].
}}
}}

Revision as of 03:48, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 933] ep. für στῶμεν, conj.aor. II. von ἵστημι, Il. 15, 297.

Greek (Liddell-Scott)

στείομεν: Ἐπικ. α΄ πληθ. ὑποτ. ἀορ. β΄τοῦ ἵστημι, Ἰλ. Ο. 297· πρβλ. βείομεν ἀντὶ βῶμεν, τραπείομεν ἀντὶ τραπῶμεν, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «στείοντες· ἱστάμενοι».

English (Autenrieth)

see ἵστημι.

Greek Monotonic

στείομεν: Επικ. αντί στῶμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

στείομεν: эп. (= στῶμεν) 1 л. pl. aor. 2 conjct. к ἵστημι.