συμπροΐημι: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(39)
(4)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[καταβάλλω]] από κοινού με άλλον χρηματικό [[ποσό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[προΐημι]] «[[αφήνω]], [[παραδίδω]]»].
|mltxt=ΜΑ<br />[[καταβάλλω]] από κοινού με άλλον χρηματικό [[ποσό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[προΐημι]] «[[αφήνω]], [[παραδίδω]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''συμπροΐημι:''' выбрасывать вперед, проталкивать (τὴν ναῦν Arst.).
}}
}}

Revision as of 04:08, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

συμπροΐημι: συμπροπέμπω, προπέμπω, Ἀριστ. Μηχαν. 4. 3, Θεόδ. Ὑρτακ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss. τ. 2, σ. 439.

Greek Monolingual

ΜΑ
καταβάλλω από κοινού με άλλον χρηματικό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + προΐημι «αφήνω, παραδίδω»].

Greek Monolingual

ΜΑ
καταβάλλω από κοινού με άλλον χρηματικό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + προΐημι «αφήνω, παραδίδω»].

Russian (Dvoretsky)

συμπροΐημι: выбрасывать вперед, проталкивать (τὴν ναῦν Arst.).