σωφρονητικός: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(6)
(4b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σωφρονητικός:''' -ή, -όν, = [[σωφρονικός]], σε Ξεν.
|lsmtext='''σωφρονητικός:''' -ή, -όν, = [[σωφρονικός]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''σωφρονητικός:''' Xen. v. l. = [[σωφρονικός]].
}}
}}

Revision as of 04:28, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1062] ή, όν, = σωφρονικός; τὸ σωφρ. im Ggstz von ὑβριστικόν, Xen. Mem. 3, 10, 5, = σωφροσύνη.

Greek (Liddell-Scott)

σωφρονητικός: -ή, -όν, ἴδε σωφρονικός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. σωφρονικός.
Étymologie: σωφρονέω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σωφρονῶ
σωφρονικός.

Greek Monotonic

σωφρονητικός: -ή, -όν, = σωφρονικός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σωφρονητικός: Xen. v. l. = σωφρονικός.